- πολύψογος
- -η, -ο / πολύψογος, -ον, ΝΑπολύ ψεκτός, αξιοκατόκριτος, πολύ σκανδαλώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ψόγος (< ψέγω) πρβλ. κακό-ψογος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύψογον — πολύψογος very scandalous masc/fem acc sg πολύψογος very scandalous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυψόγους — πολύψογος very scandalous masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύψογοι — πολύψογος very scandalous masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek